- ἐξιλεοῦμαι
- ἐξιλεόωappeasepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] … Dictionary of Greek
εξιλεώνω — (AM ἐξιλεῶ, όω) καταπραΰνω, εξευμενίζω νεοελλ. παθ. συγχωρούμαι για τα λάθη μου («πώς να εξιλεωθώ απέναντι σου;») αρχ. μσν. 1. εξαγνίζω, καθαιρώ 2. μέσ. ἐξιλεοῡμαι παρακαλώ, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξιλεούμαι] … Dictionary of Greek
προεξιλεούμαι — όομαι, Α [ἐξιλεοῡμαι] συμφιλιώνομαι προηγουμένως με κάποιον … Dictionary of Greek